Διάβασα με προσοχή το άρθρο του εξαίρετου συναδέλφου Πόλυ Πολυβίου στην εφημερίδα Πολίτης και τις θέσεις που επανέλαβε σε συνέντευξη στην εφημερίδα Καθημερινή για τους κινδύνους από την προτεινόμενη δικαστηριακή μεταρρύθμιση. Κρίνω σκόπιμο να σταθώ στο παρόν σημείωμα σε μια από τις παρατηρήσεις του: ότι θεωρεί ως ιδιαίτερα επικίνδυνο τον σχεδόν σίγουρο επηρεασμό του δικαίου της ανάγκης ως αποτέλεσμα των προτεινόμενων τροποποιήσεων.
Ως γνωστό με τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης ν. 33/1964 και κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης, τα δύο ανώτατα δικαστήρια που προβλέπονταν στο Σύνταγμα του 1960, δηλαδή το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο, ενοποιήθηκαν σε ένα νέο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο που ασκεί έκτοτε το σύνολο της δικαιοδοσίας τους. Ο ν. 33/64 κρίθηκε ως συνταγματικός δυνάμει του δικαίου της ανάγκης δυνάμει της απόφασης Ibrahim το 1964. Ο Πολυβίου εισηγείται ότι με την προτεινόμενη μεταρρύθμιση και την επιστροφή σε δύο ανώτατα δικαστήρια, «καταφέρεται σοβαρό πλήγμα στο δίκαιο της ανάγκης» και ότι μπορεί να τύχει πολιτικά εκμετάλλευσης μέσα από μια αμφισβήτηση της θεωρίας του δικαίου της ανάγκης.
Ο Πολυβίου βέβαια είναι εξαίρετος γνώστης της απόφασης Ibrahim και του δικαίου της ανάγκης, έχει γράψει μάλιστα και σχετικό πρόσφατο σύγγραμμα για το ζήτημα . Εντούτοις, η προσέγγισή του δεν με βρίσκει εν προκειμένω σύμφωνο. Θα αναφερθώ εν συντομία σε ορισμένες παρατηρήσεις, τις οποίες αναλύω σε πολύ μεγαλύτερη έκταση στο πρόσφατο σύγγραμμα που εκδώσαμε με τους συναδέλφους Κώστα Στρατηλάτη και Χρήστο Παπαστυλιανό για το δίκαιο της ανάγκης , ως και στην παλαιότερη μελέτη μου για την υπέρβαση του κυπριακού συντάγματος .
Πρωταρχικό σκοπό του κυπριακού δικαίου της ανάγκης αποτελεί η διατήρηση της έννομης τάξης και όχι η κατάλυση ή αντικατάσταση της, αν και βέβαια η μακρόχρονη επιβίωση του δικαίου της ανάγκης και η αναγωγή του σε συνταγματικό κανόνα διευκολύνει την τροποποίηση της συνταγματικής τάξης. Το δίκαιο της ανάγκης όμως, όπως εφαρμόζεται στην Κύπρο δεν οδηγεί αφ’ εαυτό στην τροποποίηση της συνταγματικής τάξης, αλλά απλώς παρέχει την μέθοδο με την οποία η τροποποίηση μπορεί να επιτευχθεί: η χρήση του είναι εργαλειακή, με την έννοια ότι παρέχει εργαλεία και μέθοδο με την οποία μπορεί να επιτευχθεί η διατήρηση και δυνητική τροποποίηση της έννομης τάξης. Σκοπό του δικαίου της ανάγκης αποτελεί η συντήρηση του κυπριακού Συντάγματος και η επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν έχει όμως ως σκοπό το ίδιο το δίκαιο της ανάγκης να μεταβάλει την έννομη τάξη.
Το δίκαιο της ανάγκης δεν προδιαγράφει συγκεκριμένο τύπο ή τρόπο πολιτικής λειτουργίας. Το δίκαιο της ανάγκης καθιστά απλώς δυνατή τη λήψη αποφάσεων από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας, όταν η λειτουργία των συνταγματικών μηχανισμών καθίσταται αδύνατη: δεν προϋποθέτει αντίθετα ότι τα αρμόδια πολιτειακά όργανα θα ασκήσουν τις εξουσίες τους με συγκεκριμένο τρόπο, πέραν του ελέγχου ότι δεν υπερβαίνουν τα όρια της ανάγκης. Η υιοθέτηση του δικαίου της ανάγκης ως μεθοδολογικού εργαλείου δεν αποσκοπεί επομένως σε υιοθέτηση γενικών απόψεων ως προς τη φύση και λειτουργία του κυπριακού κράτους, αντικείμενο που παραμένει εντός του πεδίου απόφασης της πολιτικής εξουσίας ως θέμα πολιτικό και όχι ως θέμα δικαίου της ανάγκης.
Στην προκειμένη περίπτωση ο ν. 33/64 είχε ψηφιστεί από το αρμόδιο νομοθετικό όργανο, δηλαδή τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Τα συνταγματικά προβλεπόμενα όργανα άσκησης της εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας βρίσκονταν οπωσδήποτε σε πολύ καλύτερη θέση από το Δικαστήριο, ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν ποια θα ήταν τα προσφορότερα μέτρα για αντιμετώπιση της ανάγκης. Η άσκηση δικαστικού ελέγχου από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ibrahim δεν θα μπορούσε επομένως να μεταβάλει το Δικαστήριο σε νομοθέτη, ούτε και θα έπρεπε να συνεπαγόταν τη μετατροπή του δικαστηρίου σε πολιτικό όργανο, με δικαιοδοσία άσκησης εκτελεστικής ή νομοθετικής λειτουργίας. Το Δικαστήριο περιορίστηκε στο να εξετάσει κατά πόσο τα προτεινόμενα μέτρα ανταποκρίνονταν πραγματικά σε μια υπαρκτή κατάσταση ανάγκης, η οποία δημιουργήθηκε μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων, καθώς και κατά πόσο αντιμετώπιζαν την ανάγκη με αναλογικό τρόπο που δεν συνιστούσε αυθαίρετη άσκηση εξουσίας. Κατά συνέπεια η υιοθέτηση της ενοποίησης της ανώτατης δικαιοσύνης δεν συνιστούσε θεμέλιο του δικαίου της ανάγκης, ώστε να συνιστά αμφισβήτησή του η διχοτόμηση της: το δίκαιο της ανάγκης λειτουργεί εν προκειμένω εργαλειακά και όχι κανονιστικά.
Αυτή θεωρώ ότι υπήρξε κατ’ ουσία και η προσέγγιση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υιοθετώντας τις θέσεις μου στην πρόσφατη απόφαση του για τη συνταγματικότητα του διοικητικού δικαστηρίου, όταν αποφάνθηκε ότι: «Έπεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, εν τη σοφία του, που δεν ελέγχεται δικαστικώς κατά πάγια νομολογία, όπως δεν ελέγχεται και η σκοπιμότητα μιας νομοθεσίας, ενήργησε κατά τρόπο νόμιμο έχοντας κρίνει ότι επέστη ο χρόνος μετά την πάροδο πολλών δεκαετιών από το 1964, ώστε η Βουλή των Αντιπροσώπων να συνδράμει στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης με τη δημιουργία Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το αντισυνταγματικό σ΄ αυτή τη νομοθετική κίνηση ενίσχυσης της απονομής της δικαιοσύνης».